- ερυθρόγραμμος
- ἐρυθρόγραμμος, -ον (Α)αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ πολύγραμμος καὶ ἐρυθρόγραμμος», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -γραμμος < γραμμή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρυθρόγραμμος — with red lines masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρόγραμμα — ἐρυθρόγραμμος with red lines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek